ἡμίτομος

ἡμίτομος
ἡμί-τομος, ον, ([etym.] τέμνω)
A cut in two,

ξύλα IG12.313.98

;

ἄντυξ Mosch.2.88

.
2 of the moon, half-full, Theol. Ar.12.
II as Subst., [suff] ἡμί-τομος, , a kind of cup, Pamphil. ap. Ath.11.470d.
2 [suff] ἡμί-τομον, τό, half, Hdt.7.39, 9.37, Inscr.Délos 298A182 (iii B.C.), AP9.137;

κύκλου Ael.NA15.4

;

ἡμίτομα ᾠῶν Alex.261.10

: —also [suff] ἡμι-τόμιον, τό, flat side of a half-bean, Dsc.2.105, v.l. in Luc. VH2.38.
b lozenge-shaped bandage,= ἡμιρρόμβιον, Hp.Off.7, Gal. 18(2).732.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἡμίτομος — cut in two masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίτομος — η, ο (AM ἡμίτομος, ον) νεοελλ. (για βιβλία) ο μισός τόμος από μια σειρά τόμων ενός συγγράμματος ή και τμήμα μόνο ενός τόμου αρχ. 1. (για τη σελήνη) ημισέληνος, μηνοειδής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομος είδος επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον* 3. το αρσ.… …   Dictionary of Greek

  • ἡμιτόμους — ἡμίτομος cut in two masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίτομοι — ἡμίτομος cut in two masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιτόμω — ἡμίτομον cut in two neut nom/voc/acc dual ἡμίτομον cut in two neut gen sg (doric aeolic) ἡμίτομος cut in two masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἡμίτομος cut in two masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίτομον — cut in two neut nom/voc/acc sg ἡμίτομος cut in two masc/fem acc sg ἡμίτομος cut in two neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιρρόμβιο — το (Α ἡμιρρόμβιον) νεοελλ. ναυτ. υποδιαίρεση κάθε ρόμβου* τού ανεμολογίου τής ναυτικής πυξίδας ίση με το ένα εξηκοστό τέταρτο τής περιφέρειας, κν. μετζοκάρτο, μέτζο αρχ. είδος επιδέσμου που μοιάζει με μισό ρόμβο, ημίτομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * +… …   Dictionary of Greek

  • ԿԻՍԱԿՏՈՒՐ — ( ) NBH 1 1097 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c, 11c, 13c ա.մ. ἠμίτομος, ἠμιτμήτος dimidiatus. Կարեալ կիսով չափ. ընդ մէջ հատեալ. եւ Անկատար. թերատ. խեղ. *Կիսագօս գոլով. ասէ. գթա՛ ո՛վ թագաւոր ʼի կիսակտուր շնականս. Սահմ. ՟Թ: *Գունդ կիսակտուր՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἡμιτόμοιο — ἡμίτομον cut in two neut gen sg (epic) ἡμίτομος cut in two masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”